τριπλῶν

τριπλῶν
τριπλόος
triple
fem gen pl (attic epic)
τριπλόος
triple
masc/neut gen pl (attic)
τριπλόω
multiply by three
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
τριπλόω
multiply by three
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
τριπλόω
multiply by three
pres part act masc nom sg
τριπλόω
multiply by three
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • άκυκλοι υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδρογονανθράκων (CxHy) που στο μόριό τους περιέχουν ανοιχτές αλυσίδες ατόμων άνθρακα με διπλούς ή τριπλούς δεσμούς. Ο αριθμός των ατόμων του υδρογόνου στο μόριο (y) δίνεται από τη συνάρτηση y = 2Χ + 2 – 2z – 4ω,… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

  • Σχρεϊνεμάκερς, Φραντσίσκους Αντόνιους Χαμπέτους — (Schreinemakers). Ολλανδός φυσικοχημικός (1864 1945). Διατέλεσε καθηγητής του πανεπιστήμιου της Λέιντεν. Έκανε διάφορες επιστημονικές εργασίες και συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάπτυξη της φυσικοχημικής ανάλυσης, της πετρογραφίας, της μεταλλουργίας …   Dictionary of Greek

  • υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”